Το Ολοκαύτωμα δεν ήταν μια φυσική καταστροφή, αλλά ένα κοινωνικό γεγονός που πραγματώθηκε βήμα βήμα από καθημερινούς ανθρώπους οι οποίοι ενστερνίστηκαν τις προκαταλήψεις, τα κηρύγματα του μίσους, της βίας, της υπεροχής της δικής τους φυλής ή του δικού τους έθνους έναντι των «Άλλων». Από συνηθισμένους ανθρώπους που ακολούθησαν μεγάλους ηγέτες, που υπάκουσαν αδιαμαρτύρητα, που εκτέλεσαν διαταγές ή σιώπησαν μπροστά φρίκη.
Η Θεσσαλονίκη θυσίασε ακριβά στο βωμό του παραλογισμού. Φεβρουάριος 1943: Οι Εβραίοι της πόλης υποχρεώνονται να φορέσουν το κίτρινο αστέρι. Μεταφέρονται σε γκέτο. Σημαδεύονται τα σπίτια και τα καταστήματά τους. Δευτέρα 15 Μαρτίου: Οι πρώτοι 2.8οο φορτώνονται σε τρένα για τη νότια Πολωνία. Μέχρι τον Αύγουστο του 1943 σαράντα πέντε χιλιάδες μεταφέρονται στο Άουσβιτς και θανατώνονται στους θαλάμους αερίων. Συνοικίες ολόκληρες. Μια πόλη, από το λιμάνι ως τον Λευκό Πύργο κι αποκεί ως τη Μαρτίου, είναι δυνατόν να περάσει μέσα από λίγες καμινάδες;
«Παρόλο που ή πόλη δεν φταίει για τα εγκλήματα των ναζί, ωστόσο υπάρχει μια υποδόρια ενοχή, ότι οι άνθρωποι αυτοί που ζούσαμε δίπλα τους τόσα χρόνια και οι οποίοι κάποτε ήταν και οι αφέντες αυτής της πόλης, αυτό ούτε τους το αναγνωρίσαμε ούτε τους συμπαρασταθήκαμε, εκτός από λίγες εξαιρέσεις» (Ντίνος Χριστιανόπουλος – ΑΥΓΗ 1.1.2005). Ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον περασμένο Ιούνιο, μετά από 65 χρόνια, ανακάλυψε το Ολοκαύτωμα και τίμησε τους επιζώντες. Όλο αυτό το διάστημα οι ψίθυροι συνόδευαν το εκκωφαντικό γεγονός, εκεί όπου έπρεπε να ακουστεί η κραυγή. Το συνόδευε, όμως, και η ένοχη σιωπή εκείνων που, όπως γράφει ο Γιώργος Ιωάννου, είχαν ανοίξει τα εβραίικα μαγαζιά κι έβλεπες «κρεβάτια, μπουφέδες, ντουλάπες, καναπέδες, κομοδίνα, να ανεβαίνουν με σκοινιά σε δεύτερα και τρίτα πατώματα, που βέβαια δεν φαίνονταν από το δρόμο» («Εν ταις ημέραις εκείναις»), αναφερόμενος στο «γιάγμα», τη διαρπαγή των περιουσιών που ακολούθησε τη φυγή των Εβραίων.
Η «Ραχήλ» του Γρηγόριου Ξενόπουλου, από το Κέντρο Θεατρικής Έρευνας Θεσσαλονίκης, είναι μια στιγμή στον αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη. Μια παράσταση που προσπαθεί, με τον δικό της λόγο, να σπάσει τις προκαταλήψεις, να ταράξει την αμέριμνη συνείδηση της πόλης, υπενθυμίζοντας, με τον τρόπο της, μια συλλογική ενοχή που δεν βιώθηκε.
Μάκης Καραγιάννης
Πεζογράφος – Κριτικός