to_ergo

Στη Ραχήλ ο έρωτας μεταξύ μιας Εβραίας και ενός χριστιανού, μεταξύ δυο εύπορων, μορφωμένων αστών χωρίς προκαταλήψεις, είναι αμοιβαίος και γεννά την ελπίδα της ολοκλήρωσης. Μόνο που η εποχή, κατά την οποία διαδραματίζεται το έργο, είναι τέτοια, που τα συναισθήματα θα διαταραχθούν και οι ανατροπές θα ματαιώσουν το όνειρο των δυο νέων.
Ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση τής Ραχήλ στη Ζάκυνθο του 1891, και ειδικότερα στην περίοδο που διαδραματίστηκε το πογκρόμ κατά των Εβραίων με αφορμή ένα περιστατικό «συκοφαντίας αίματος». Η κατηγορία της «συκοφαντίας του αίματος» κατέτρεχε τους Εβραίους από τον 12° αιώνα μέχρι τις αρχές του 20°” αιώνα. Επρόκειτο για υποτιθέμενη ανθρωποθυσία που τελούσαν οι Εβραίοι, προκειμένου να παρασκευάσουν τα πασχαλινά «άζυμα» με χριστιανικό αίμα. Η προκατάληψη είχε στηριχθεί σε κακόβουλη ερμηνεία του ιερού εβραϊκού βιβλίου, του Ταλμούδ, ενώ στην ουσία απέρρεε από οικονομικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Όταν, στα 1712, βρέθηκε πνιγμένο, στη Ζάκυνθο, ένα πεντάχρονο αγοράκι, η κοινότητα δεν δίστασε να αποδώσει το θάνατό του στους Εβραίους. Αυτό το περιστατικό ήταν η αφορμή για τη δημιουργία του γκέτο των Εβραίων στη Ζάκυνθο. Όταν, στις 2 Απριλίου 1891, βρέθηκε στην Κέρκυραη σορός οκτάχρονου κοριτσιού μέσα σ’ένα σακί, «χωρίς σταγόνα αίματος μέσα του», οι υποψίες έπεσαν στους Εβραίους. Αν και, όπως αποδείχθηκε, το κορμάκι ανήκε στην Εβραιοπούλα Ρουμπίνα Βήτα Σάρδα, οι διαδόσεις υποστήριξαν ότι δεν επρόκειτο για νεαρή Εβραία αλλά για την χριστιανή Μαρία Δεσύλα η οποία, δήθεν, είχε μεγαλώσει ως Εβραία. Άρχισαν βιαιότητες εναντίον των Εβραίων, τα σπίτια τους λεηλατήθηκαν και, στη συνέχεια, το κλίμα μεταφέρθηκε στη Ζάκυνθο, όπου ξέσπασε βιαιότατο πογκρόμ την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, 19 Απριλίου 1891, κατά τη λιτανεία του Εσταυρωμένου. Ακριβώς τη Μεγάλη Εβδομάδα του ”1891 επέλεξε ο Ξενόπουλος για τη δράση της Ραχήλ.
Το έργο είναι ένα κοινωνικού θέματος ρεαλιστικό δράμα με ιδεαλιστικές και συμβολιστικές πινελιές. Ο Ξενόπουλος παραδεχόταν ότι τα πρόσωπά του, αν και αντλημένα «από την ζωήν» ήταν «λίγο εξιδανικευμένα», δικαιολογώντας συγχρόνως αυτήν την επιλογή ως «απαίτηση της τέχνης». Τους όρους που θέτει ο Ξενόπουλος θα τους αμφισβητούσαμε σήμερα, κυρίως από άποψη αισθητική: το έργο κυμαίνεται μεταξύ ρεαλισμού και μελοδράματος, όχι μόνο επειδή τα πρόσωπα είναι «λίγο εξιδανικευμένα» όπως, ο ίδιος παραδέχεται, αλλά επειδή το έργο ακολουθεί τη ρομαντική παράδοση: από τη μια πλευρά, η ηρωίδατου ήταν πρόθυμη να βαπτιστεί χριστιανή, προκειμένου να παντρευτεί τον καλό της, και από την άλλη, ο θάνατός της σφραγίζει το φινάλε του έργου.
Η Ραχήλ, που για τον συγγραφέα της ήταν ισοδύναμη των μεγάλων του επιτυχιών Φωτεινής Σάντρη και Στέλλας Βιολάντη, πρωτοπαίχτηκε το 1909 από το θίασο της Κυβέλης. Γνώρισε μιαν ακόμη ερμηνεία από το θίασο της Ελένης Χαλκούση το 1926. Ανήκει στα λιγότερο γνωστά έργα του Ξενόπουλου, καθώς δεν είχε τη σκηνική τύχη άλλων έργων τού συγγραφέα• πριν τέσσερα χρόνια, ωστόσο, ανεβάστηκε στην Αθήνα από το Εθνικό Θέατρο (σκηνοθ. Ελένης Σκότη). Αξίζουν συγχαρητήρια στο Κέντρο Θεατρικής Έρευνας Θεσσαλονίκης και στον Πέτρο Ζηβανό που ανέλαβαν την παρουσίαση της σήμερα.

Έφη Βαφειάδη
θεατρολόγος


admin

This information box about the author only appears if the author has biographical information. Otherwise there is not author box shown. Follow YOOtheme on Twitter or read the blog.